26 Αυγ 2011

Nielsen: Απαισιόδοξοι οι Έλληνες καταναλωτές

Την πιο απαισιόδοξη χώρα του κόσμου, με τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης εμπιστοσύνης να πέφτει για πρώτη φορά στις 41 μονάδες, αποτελεί η Ελλάδα, με βάση την τελευταία έρευνα της Nielsen.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen, η παγκόσμιος δείκτης έπεσε για πρώτη φορά μετά το 2009 κάτω από τις 90 μονάδες, με την τάση ανόδου που είχε παρατηρηθεί να ανακόπτεται.

«Σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπήρξαν αρκετά ενθαρρυντικά νέα κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2011. Η οικονομική κρίση εντάθηκε στην Ευρώπη, η πολιτική αστάθεια παρατάθηκε στη Μέση Ανατολή, στην Ασία υπήρξε επιβράδυνση της ανάπτυξης και στις ΗΠΑ αυξήθηκε η ανησυχία για τα έξοδα του νοικοκυριού. Όλα αυτά επηρέασαν τους καταναλωτές παγκοσμίως, που αισθάνονται ακόμα υπό καθεστώς πίεσης» δήλωσε η Ματίνα Μπάδα, Περιφερειακή Διευθύντρια Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Στον δείκτη της Παγκόσμιας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen οι 100 μονάδες αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Οι γεωγραφικές περιοχές της Ασίας/ Ειρηνικού και της Μέσης Ανατολής, παρά την απότομη πτώση τους, βρίσκονται στις πρώτες θέσεις με 98 και 94 μονάδες αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά, η Ευρώπη με 74 μονάδες και η Βόρεια Αμερική με 81, αποτελούν τις πιο απαισιόδοξες γεωγραφικές ζώνες του πλανήτη.

Εννέα στις δέκα πιο αισιόδοξες χώρες προέρχονται από την Ασία/ Ειρηνικό και Μέση Ανατολή, ενώ οκτώ στις δέκα πιο απαισιόδοξες προέρχονται από την Ευρώπη. Η Ινδία παραμένει η πιο αισιόδοξη χώρα του πλανήτη, με την Καταναλωτική Εμπιστοσύνη όμως να πέφτει στις 126 μονάδες, ενώ την ακολουθούν οι Φιλιππίνες με 115 και η Ινδονησία με 112. Στην αντίπερα όχθη, βρίσκεται η Ελλάδα, καθώς για πρώτη φορά καταλαμβάνει την τελευταία θέση της παγκόσμιας κατάταξης με 41 μονάδες. Η εντεινόμενη οικονομική ύφεση σε συνδυασμό με τις γενικευμένες δημόσιες διαμαρτυρίες, έριξαν την Καταναλωτική Εμπιστοσύνη στην Ελλάδα τέσσερις μονάδες σε σχέση με το περασμένο τρίμηνο και την οδήγησαν στο χαμηλότερο επίπεδο της. Τις υπόλοιπες τελευταίες θέσεις της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης συμπληρώνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Πορτογαλία (42 μονάδες), η Ουγγαρία (43), η Κροατία (45) και η Ρουμανία (47).

Παράταση της ύφεσης βλέπουν οι Έλληνες

Εννέα στους δέκα Έλληνες καταναλωτές θεωρεί πως η χώρα βρίσκεται σε ύφεση, ενώ εξίσου μεγάλο ποσοστό από αυτούς πιστεύει πως η κρίση θα παραταθεί και τους επόμενους μήνες που έρχονται. Η μεγαλύτερη ανησυχία των καταναλωτών στην Ευρώπη το δεύτερο τρίμηνο του 2011 είναι η αύξηση στους λογαριασμούς του νοικοκυριού, ενώ για την Ελλάδα παραμένουν ως πρώτες ανησυχίες η εργασιακή ασφάλεια και η οικονομία, με ποσοστά που είναι τα υψηλότερα στην Ευρώπη (39% και 38% αντίστοιχα), αποτυπώνοντας το κλίμα ανασφάλειας και προβληματισμού που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν πως δεν τους περισσεύουν καθόλου χρήματα ανεβαίνει συνεχώς τον τελευταίο χρόνο και πλέον ένας στους τρεις (34%) δηλώνει  πως δε διαθέτει χρήματα μετά την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό από όσους τελικά περισσεύουν χρήματα, τα ξοδεύει για αποπληρωμή δανείων, πιστωτικών καρτών και άλλων χρεών (35%).

Αλλάζουν συνήθειες οι καταναλωτές

Σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων (91%) αναγκάστηκε να αλλάξει τις αγοραστικές του συνήθειες εξαιτίας της κρίσης, με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να έχει μειώσει τα χρήματα που δαπανά για τη διασκέδαση εκτός σπιτιού (80%) και για την αγορά νέων ρούχων (75%), ενώ ένα πολύ υψηλό ποσοστό (68%) έχει στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, ώστε να καταφέρει να αντεπεξέλθει στις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες.

Στοιχεία για την έρευνα

Η παγκόσμια, διαδικτυακή έρευνα της Nielsen για τη μέτρηση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης διεξήχθη από 20 Μαίου έως 7 Ιουνίου 2011 και συμμετείχαν πάνω από 31.000 καταναλωτές 56 χωρών, από την Ευρώπη, την Ασία, την Ωκεανία, την Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Ο δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης βασίζεται στην ασφάλεια που νιώθουν οι καταναλωτές στην αγορά εργασίας, στην κατάσταση των οικονομικών τους και στη διαθεσιμότητα ρευστού χρήματος (αγοραστική δύναμη).